Kashouder στα ελληνικά
Μετάφραση: kashouder, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταμίας, ταμείο, ταμία, ταμείου, Cashier
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- karwei στα ελληνικά - κατάληψη, υπόθεση, γραμμή, εργασία, κατοχή, εργάζομαι, επιχείρηση, ...
- kas στα ελληνικά - μέχρι, στήθος, ταμείο, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ...
- kassier στα ελληνικά - ταμίας, ταμείο, ταμία, ταμείου, Cashier
- kast στα ελληνικά - σερβάντα, ντουλάπι, μπουφές, σκευοθήκη, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, ...
Τυχαίες λέξεις
Kashouder στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταμίας, ταμείο, ταμία, ταμείου, Cashier
Μεταφράσεις: ταμίας, ταμείο, ταμία, ταμείου, Cashier