Klemmen στα ελληνικά

Μετάφραση: klemmen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, κλέβω, τσιμπώ, σφιγκτήρες, σφιγκτήρων, σφικτήρες, λαβίδες, συνδετήρες
Klemmen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kleinood στα ελληνικά - κόσμημα, πετράδι, στολίδι, κοσμήματος, κοσμημάτων
  • klem στα ελληνικά - έμφαση, παγιδεύω, παγίδα, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, ...
  • klemtoon στα ελληνικά - τόνος, έμφαση, σημασία, έμφασης
  • klep στα ελληνικά - βαλβίδα, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, βαλβίδων
Τυχαίες λέξεις
Klemmen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, κλέβω, τσιμπώ, σφιγκτήρες, σφιγκτήρων, σφικτήρες, λαβίδες, συνδετήρες