Kroon στα ελληνικά

Μετάφραση: kroon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, ποδοκόπι, ρεγάλο, αποκορύφωμα, κορώνα, αιχμή, στέμμα, ακμή, κορυφή, ύψος, κορυφώνω, ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, κορόνα, οικόσημο, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Kroon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kroning στα ελληνικά - στέψη, στέψης, τη στέψη, coronation, στέψη του
  • kronkelen στα ελληνικά - καμπή, πλοκή, στραμπουλίζω, ελίσσομαι, στροφή, ανησυχώ, συστρέφομαι, ...
  • kroonluchter στα ελληνικά - πολυέλαιος, πολυέλαιο, πολυελαίου, πολυελαίων, πολύφωτου
  • kroot στα ελληνικά - τεύτλο, παντζάρι, τεύτλων, παντζάρια, τα παντζάρια, τεύτλων που
Τυχαίες λέξεις
Kroon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, ποδοκόπι, ρεγάλο, αποκορύφωμα, κορώνα, αιχμή, στέμμα, ακμή, κορυφή, ύψος, κορυφώνω, ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, κορόνα, οικόσημο, στεφάνι, κόμης, κορώνας