Ύψος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ύψος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroon, postuur, tip, stand, verhevenheid, toppunt, hoogtepunt, figuur, lichaamsbouw, topje, kruin, statuur, hoogte, summum, piek, neus, lengte, de hoogte, hoogte van, hoog
Ύψος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύψος

ύψος λιάγκα, ύψος διάσημων, ύψος αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος εκλογικής αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος παιδιών, ύψος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ύψος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ύφος στα ολλανδικά - modus, trant, wijs, manier, wijze, stijl, mode, ...
  • ύψιστος στα ολλανδικά - ultra, bovenmatig, ergst, hoogst, hoogste, grootste, de hoogste, ...
  • ύψωση στα ολλανδικά - toppunt, kroon, neus, vergroting, kruin, tip, piek, ...
  • ώθηση στα ολλανδικά - duwen, stoten, stoot, steek, stuwkracht, strekking, duw
Τυχαίες λέξεις
Ύψος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kroon, postuur, tip, stand, verhevenheid, toppunt, hoogtepunt, figuur, lichaamsbouw, topje, kruin, statuur, hoogte, summum, piek, neus, lengte, de hoogte, hoogte van, hoog