Laan στα ελληνικά

Μετάφραση: laan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο
Laan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laaien στα ελληνικά - φλόγα, φωτιά, πυρκαγιά, blaze, φλόγας
  • laakbaar στα ελληνικά - μεμπτός, καταδικαστέος, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, καταδικαστέα, επιλήψιμο
  • laars στα ελληνικά - μπότα, εκκίνησης, boot, μπότες, για μπότες
  • laat στα ελληνικά - όψιμος, καθυστερημένος, αργά, αποθανών, αργός, τέλη, τέλη του, ...
Τυχαίες λέξεις
Laan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο