Laan στα ελληνικά
Μετάφραση: laan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο
![Laan στα ελληνικά Laan στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-5494.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- laaien στα ελληνικά - φλόγα, φωτιά, πυρκαγιά, blaze, φλόγας
- laakbaar στα ελληνικά - μεμπτός, καταδικαστέος, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, καταδικαστέα, επιλήψιμο
- laars στα ελληνικά - μπότα, εκκίνησης, boot, μπότες, για μπότες
- laat στα ελληνικά - όψιμος, καθυστερημένος, αργά, αποθανών, αργός, τέλη, τέλη του, ...
Τυχαίες λέξεις
Laan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο
Μεταφράσεις: λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο