Last στα ελληνικά

Μετάφραση: last, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορτίζω, βάρος, φόρτωση, γεμίζω, φορτώνω, ζαλίκι, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Last στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lassen στα ελληνικά - οξυγονοκολλώ, συγκολλώ, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συγκολλήσεων, κόλληση
  • lasser στα ελληνικά - οξυγονοκολλητής, οξυγονοκολλητή, συγκολλητής, συγκολλητή, συγκόλλησης
  • lastbrief στα ελληνικά - εντολή, προμήθεια, επιτροπή, Επιτροπής, προμήθειας, της Επιτροπής
  • laster στα ελληνικά - διαβολή, δυσφήμιση, δυσφημώ, συκοφαντία, δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, ...
Τυχαίες λέξεις
Last στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορτίζω, βάρος, φόρτωση, γεμίζω, φορτώνω, ζαλίκι, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων