Γεμίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lading, volschenken, stoppen, uitvoeren, vullen, invullen, laden, dempen, spekken, vracht, belasten, last, beladen, volmaken, inladen, vulling, te vullen, vul
Γεμίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεμίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα ολλανδικά - lachen, grap, lach, lacht, te lachen, lachje
  • γεμάτος στα ολλανδικά - algeheel, voluit, totaal, geheel, volslagen, vol, volledig, ...
  • γενέθλια στα ολλανδικά - geboortedag, verjaardag, Wie Verjaardag, verjaardags, verjaardag van, de verjaardag
  • γενίκευση στα ολλανδικά - generalisatie, veralgemening, generalisering, generaliseren, veralgemenisering
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lading, volschenken, stoppen, uitvoeren, vullen, invullen, laden, dempen, spekken, vracht, belasten, last, beladen, volmaken, inladen, vulling, te vullen, vul