Φορτίο στα ολλανδικά
Μετάφραση: φορτίο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
last, inladen, vracht, lading, laden, belasting, load
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτίο
φορτίο πλάκασ, φορτίο χύδην, φορτίο ηλεκτρονίου, φορτίο χιονιού, φορτίο τοιχοποιίας, φορτίο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φορτίο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φορολογώ στα ολλανδικά - belasting, recht, belasten, aanslaan, tol, toll, tolheffing, ...
- φορτίζω στα ολλανδικά - vracht, beladen, belasten, inladen, laden, last, lading, ...
- φορτηγάκι στα ολλανδικά - bestelwagen, bestelauto, busje, van
- φορτηγό στα ολλανδικά - truck, vrachtwagen, vrachtauto, contragewicht, met contragewicht, vorkheftruck met contragewicht
Τυχαίες λέξεις
Φορτίο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: last, inladen, vracht, lading, laden, belasting, load
Μεταφράσεις: last, inladen, vracht, lading, laden, belasting, load