Leggen στα ελληνικά

Μετάφραση: leggen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, τοποθετώ, πόζα, εντοπίζω, βάζω, θέση, τοποθεσία, ξαπλώνω, ποζάρω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, καθορισμένος, μέρος, τόπος, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Leggen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • legermacht στα ελληνικά - στρατός, στρατό, στρατού, του στρατού, το στρατό
  • legerstede στα ελληνικά - κρεβάτι, καναπές, καναπέ, στον καναπέ, κλίνη
  • legioen στα ελληνικά - λεγεώνα, λεγεώνας, Legion, λεγεώνα των, η λεγεώνα
  • legitiem στα ελληνικά - νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
Τυχαίες λέξεις
Leggen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, τοποθετώ, πόζα, εντοπίζω, βάζω, θέση, τοποθεσία, ξαπλώνω, ποζάρω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, καθορισμένος, μέρος, τόπος, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει