Στρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetten, vlijen, plaatsen, neerleggen, leggen, ballade, strooien, uitstrooien, bezaaien, strew, bestrooien
Στρώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρώνω

στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στροφή στα ολλανδικά - krommen, krombuigen, bocht, kronkelen, ombuigen, veranderen, wenden, ...
  • στρώμα στα ολλανδικά - velum, aardlaag, vel, blad, doek, laag, linnen, ...
  • στρώση στα ολλανδικά - laag, layer, lagen, laagje
  • στυγνός στα ολλανδικά - brutaal, wreed, brutale, brute, wrede
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zetten, vlijen, plaatsen, neerleggen, leggen, ballade, strooien, uitstrooien, bezaaien, strew, bestrooien