Λέξη: φυγή

Σχετικές λέξεις: φυγή

φυγή στο εξωτερικό, φυγή αποφθέγματα, φυγή σεφέρης, φυγή καταθέσεων, φυγή ονειροκρίτης, φυγή ιδεών, φυγή στην αίγυπτο, φυγή από την πάργα, φυγή καρυωτάκης, φυγή προσ τα εμπρόσ

Συνώνυμα: φυγή

ήττα, κατατρόπωση, οχλαγωγία, πτήση, πέταγμα, πτήσις, σειρά, εγείρα, φινιστρίνι, φεγγίτης, θυρίς πλοίου, μετάλλινος κάδος δι' άνθρακας

Μεταφράσεις: φυγή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flight, escape, fleeing, flee, exodus
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escuadrilla, escape, bandada, fuga, vuelo, huida, en KAYAK, KAYAK, de vuelo, vuelos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fliegen, fliehen, flucht, flugreise, Flug, Flucht, Flug zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
escadrille, passage, fuite, vol, penne, essor, rémige, cours, troupeau, course, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volo, perdita, evasione, stormo, fuoriuscita, fuga, di volo, voli, volo di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insecto, trajectória, vôo, voo, voos, de voos, de voo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwerm, vliegtocht, ontsnapping, baan, vlucht, kogelbaan, vlucht te, de vlucht, vluchtgegevens, vluchten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оперять, звено, вылет, град, взлёт, перелет, бегство, взлет, траектория, перелёт, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rømning, flukt, flyging, flygning, flyreise, flyvning, om flyvninger, flytur
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rymning, rymma, flyg, flygning, flight, om flyg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lentäminen, ammuksen rata, lento, karkaus, liikerata, pako, karkaaminen, trajektoria, vuoto, lennollesi, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flyvning, flugt, fly, flyrejse, søgning, på flybilletter
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
letka, přelet, hejno, běh, únik, let, útěk, tah, letu, letové, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bieg, stado, ucieczka, przelot, lotka, kondygnacja, lot, zbiegostwo, rejs, pierzchnięcie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emelet, vonszoló, repülés, repülési, járat, járatot, repülőjegyének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçış, firar, uçuş, uçuşlar, uçuşlar hakkında, bölgesine uçuşlar, bölgesine uçuşlar hakkında
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ланка, зграя, ланку, політ, перельоту, поле, полет
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fluturim, fluturimit, fluturimi, të fluturimit, e fluturimit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полет, на полета, полетния, на полет
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палёт, полет
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lend, trepp, parv, lennu, lennukompaniide, lendu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
letenje, preleta, bijeg, let, leta, letenja, letu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flug, flótti, flugi, flugið, Dohop, Dohop er
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fuga
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skrydis, skridimas, reisas, skrydžių, skrydžio, pateiks skrydžių, skrydžius
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bēgšana, lidošana, izglābšanās, reiss, lidojums, lidojuma, lidojumu, lidmašīnas, reisa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
летот, лет, летање, летови, бегство
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zbor, evadare, de zbor, zbor de, zbor din, zboruri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
let, letenja, letov, polet, letenje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
letový, let, rokov, roky, rokoch
Τυχαίες λέξεις