Lidwoord στα ελληνικά

Μετάφραση: lidwoord, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρθρο, ρήτρα, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο
Lidwoord στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lid στα ελληνικά - άρθρωση, γόμφος, άκρο, παράρτημα, στέλεχος, κοψίδι, μέλος, ...
  • lidmaat στα ελληνικά - μέλος, στέλεχος, άκρο, παράρτημα, κλαδί, σκέλος, σκέλους, ...
  • lied στα ελληνικά - τραγούδι, τραγουδιού, το τραγούδι, του τραγουδιού, κομμάτι
  • lieden στα ελληνικά - άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Τυχαίες λέξεις
Lidwoord στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρθρο, ρήτρα, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο