Lor στα ελληνικά

Μετάφραση: lor, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
Lor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lopen στα ελληνικά - ρυθμός, σεργιανίζω, κίνηση, βηματίζω, τσαλαπατώ, κινώ, πηγαίνω, ...
  • loper στα ελληνικά - αγγελιοφόρος, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
  • lord στα ελληνικά - αφέντης, λόρδος, άρχοντας, Κυρίου, Λόρδος, κύριος, ο Λόρδος
  • los στα ελληνικά - κινητός, τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, χύμα, χαλαρός, χαλαρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Lor στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών