Κουρέλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κουρέλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vod, vodje, tod, lomp, lap, lor, flard, doek, rag, vodden
Κουρέλι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρέλι

το κουρέλι, χρυσό κουρέλι, κουρέλι faust, κουρέλι θέατρο, σαν κουρέλι, κουρέλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κουρέλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κουράζω στα ολλανδικά - vermoeien, Tucker, tucker de, van Tucker
  • κουρέας στα ολλανδικά - barbier, kapper, Barber, Herenkapper, schoonheidssalon
  • κουρασμένος στα ολλανδικά - mat, vervelend, vermoeid, moe, vermoeide, afgeleefd, genoeg
  • κουραφέξαλα στα ολλανδικά - noten, moeren, nuts, bouten, gek
Τυχαίες λέξεις
Κουρέλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vod, vodje, tod, lomp, lap, lor, flard, doek, rag, vodden