Los στα ελληνικά

Μετάφραση: los, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κινητός, τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Los στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lor στα ελληνικά - κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
  • lord στα ελληνικά - αφέντης, λόρδος, άρχοντας, Κυρίου, Λόρδος, κύριος, ο Λόρδος
  • losbarsten στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
  • losbinden στα ελληνικά - λύνω, αποδέσμευση, αποδέσμευση της, λύσει, αποσύνδεση
Τυχαίες λέξεις
Los στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κινητός, τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή