Loten στα ελληνικά
Μετάφραση: loten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανέμω, δημοπρασίες, δημοπρασιών, πλειστηριασμούς, πλειστηριασμών, πλειστηριασμοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lossen στα ελληνικά - ξεφορτώνω, δημοσιεύω, εκκρίνω, αδειάζω, κυκλοφορώ, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ...
- lot στα ελληνικά - ευτυχία, μοίρα, ειμαρμένη, πεπρωμένο, τύχη, τύχης, την τύχη, ...
- lotgeval στα ελληνικά - περιπέτεια, φύλλα, τα φύλλα, φύλλων, αφήνει, φύλλα του
- lotsbestemming στα ελληνικά - πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα, το πεπρωμένο, πεπρωμένου, τη μοίρα
Τυχαίες λέξεις
Loten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανέμω, δημοπρασίες, δημοπρασιών, πλειστηριασμούς, πλειστηριασμών, πλειστηριασμοί
Μεταφράσεις: διανέμω, δημοπρασίες, δημοπρασιών, πλειστηριασμούς, πλειστηριασμών, πλειστηριασμοί