Λέξη: επικροτώ
Σχετικές λέξεις: επικροτώ
επικροτώ συνωνυμα, επικροτώ αγγλικά, επικροτώ αντιθετο, το επικροτώ, επικροτώ λεξικό, επικροτώ σημασια, επικροτώ στα αγγλικα
Μεταφράσεις: επικροτώ
επικροτώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acclaim, welcome, applaud, I welcome, I applaud
επικροτώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aplaudir, proclamar, aclamar, bienvenida, bienvenido, bienvenidos, de bienvenida, acogida
επικροτώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
applaudieren, beifall, willkommen, Begrüßung, Willkommens, willkommene, herzlich willkommen
επικροτώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accueillir, proclamer, acclamons, acclamez, acclament, applaudir, acclamations, acclamer, acclamation, agrément, bienvenue, accueil, bienvenus, les bienvenus, de bienvenue
επικροτώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acclamare, conclamare, applaudire, benvenuto, accoglienza, Benvenuti, di benvenuto, i benvenuti
επικροτώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aclamar, bem-vindo
επικροτώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toejuichen, welkom, welkome, Welcome, harte welkom, van harte welkom
επικροτώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
провозгласить, провозглашать, аплодисменты, приветствовать, добро пожаловать, приветствуются, радушны, приветствуется
επικροτώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velkommen, velkomst, velkomne, deg velkommen
επικροτώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välkommen, välkomna, välkomnande, Welcome, välkommet
επικροτώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylistää, taputtaa, taputus, tervetuloa, tervetulleita, tervetullut, Welcome, tervetulleeksi
επικροτώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bifald, velkommen, velkomst, velkomne, velkommen til
επικροτώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provolávat, pozdravit, aplaudovat, tleskat, vítejte, přivítání, vítáni, vítány, vítán
επικροτώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oklaskiwać, przyjmować, uznanie, aklamować, ogłaszać, powitanie, mile widziany, powitalny, pożądany, mile widziane
επικροτώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogadtatás, Üdvözöljük, szívesen, üdvözlő, üdvözlendő
επικροτώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alkış, karşılama, hoşgeldiniz, hoş, hoş geldiniz, welcome
επικροτώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проголошувати, вітати, проголосити, ласкаво просимо, добро пожаловать
επικροτώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mirëpritur, mirëpritur, të mirëpritur, mirëseardhura, të mirëseardhura
επικροτώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добре дошъл, Добре дошли, дошли, дошъл, за добре дошли
επικροτώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дабро, Сардэчна, Добро, згоду
επικροτώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teretulnud, tervitatav, oodatud, tervitusteenused, welcome
επικροτώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nezgoda, nesreće, dobrodošli, dobrodošao, dobrodošlice, Dobro došli, dobrodošla
επικροτώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
velkomnir, velkomin, velkomið, velkominn, þegnar
επικροτώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laukiamas, pasveikinti, sveikintinas, laukiami, kviečiame
επικροτώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaidīts, vēlams, laipni, apsveicami, laipni gaidīti
επικροτώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Добредојдовте, добредојде, добредојдени, добредојде на, добредојден
επικροτώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bun venit, binevenit, de bun venit
επικροτώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobrodošli, dobrodošel, dobrodošle, dobrodošla, pozdravljeni
επικροτώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vitajte, vítajte, Uvítacia stránka, stránka
Τυχαίες λέξεις