Lusteloosheid στα ελληνικά
Μετάφραση: lusteloosheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιαφορία, απάθεια, νωθρότητα, συμπτώματα όπως απάθεια, αφηρημάδα, ατονία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lust στα ελληνικά - εύχομαι, εμπάθεια, μακάρι, έλλειψη, ανάγκη, επιθυμία, θέλω, ...
- lusteloos στα ελληνικά - απαθής, απαθείς, απαθή, απάθεια, απαθές
- lustig στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, εύθυμος, φαιδρός, κεφάτος, χαρούμενα, χαρούμενο, ...
- luttel στα ελληνικά - υπεξούσιος, λίγο, υποκοριστικός, σεμνός, ελάσσων, ασήμαντος, μετριόφρων, ...
Τυχαίες λέξεις
Lusteloosheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιαφορία, απάθεια, νωθρότητα, συμπτώματα όπως απάθεια, αφηρημάδα, ατονία
Μεταφράσεις: αδιαφορία, απάθεια, νωθρότητα, συμπτώματα όπως απάθεια, αφηρημάδα, ατονία