Λέξη: νησάκι

Σχετικές λέξεις: νησάκι

νησάκι ασπίδα σαρωνικός, νησάκι τριζόνια, νησάκι δράμας, νησάκι στη λιμνοθάλασσα του μεσολογγίου, νησάκι «ασπίδα» στο σαρωνικό, νησάκι ιωαννίνων, νησί ντιέγκο γκαρσία, νησάκι σύρος, νησάκι αλατάς, νησάκι ασπίδα

Συνώνυμα: νησάκι

νησίδιο

Μεταφράσεις: νησάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
isle, islet, island, small island, island of, islet of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
isleta, islote, islotes, los islotes, de islotes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
insel, eiland, Inselchen, Insel, kleine Insel, kleinen Insel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
île, îlot, îlots, l'îlot, îlot de, des îlots
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isola, isolotto, isoletta, isolotto di, di isole, dell'isolotto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilhota, ilhotas, ilhéu, islet, de ilhotas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eilandje, Islet, eilandjes, eilandjescellen, eilandjes van Langerhans
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
остров, островок, островков, островковых, островка, островком
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øy, holme, holmen, Islet, øyen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ö, islet, holmen, holme, lilla ön
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saari, luoto, Islet, saarekesolujen, saarekkeen, luodolle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
holm, Islet, holmen, lille ø
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostrov, ostrůvek, ostrůvků, ostrůvku, ostrůvkových, Langerhansových ostrůvků
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wysepka, wyspa, wysepek, wysepki, wysp trzustkowych, islet
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szigetecske, sziget, szigetsejt, szigetsejtek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adacık, Islet, doku adacığı, adacığı, bir adacık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
острови, острівець, острівку, острівок, островок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ishull, gji
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остров, островче, островчета, островна, островчетата, на островчетата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выспа, астравок, выспачка, востраў, выспачку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saar, saareke, laid, saarekeste, saarerakkude, pankrease saarekeste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otok, otočić, otočića, otočiću, mali otočić, otočiću su bile podignute
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hólmi, Islet, eyjar, hauks, hauks fyr
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
salelė, Islet, salelių, salelės, Ostrow
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sala, saliņa, saliņu, islet
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
островче, островца, островските, островска, островчето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insuliță, insulita, ostrov, insulelor, insulare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otoček, otočkov, pankreatičnih otočkov, otočku, islet
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ostrov, ostrovček

Στατιστικά δημοτικότητας: νησάκι

Τυχαίες λέξεις