Λέξη: νηφάλιος

Σχετικές λέξεις: νηφάλιος

νηφάλιος ετυμολογία, νηφάλιος τι σημαινει, νηφάλιος λεξικό, νηφάλιος ορισμός, νηφάλιος σημασια, νηφάλιος στα αγγλικα, νηφάλιος συνώνυμο, νηφάλιος μέθη

Συνώνυμα: νηφάλιος

εγκρατής, αμέθυστος, σοβαρός, συντηρητικός, με καθαρή σκέψη

Μεταφράσεις: νηφάλιος

νηφάλιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sober, staid

νηφάλιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sobrio, serio, sobria, sobrios, sobriedad, sobrias

νηφάλιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernüchtern, nüchtern, düster, nüchternen, nüchterne, nüchterner, schlichte

νηφάλιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rassis, pacifique, sérieux, tranquille, prosaïque, solennel, sobre, paisible, sombre, sobres, sobriété, examen objectif

νηφάλιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sobrio, parco, sobria, sobri, sobrie, sobrietà

νηφάλιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sóbrio, parco, comedido, sóbria, sóbrios, sober, sóbrias

νηφάλιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
matig, stemmig, bezadigd, donker, nuchter, sober, somber, sobere, nuchtere, kom tot bezinning

νηφάλιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
здравый, вытрезвлять, воздержанный, отрезвлять, умеренный, благоразумный, мрачный, рассудительный, остепениться, здравомыслящий, трезвый, отрезвить, вытрезвить, трезвым, трезв, трезвыми, трезвая

νηφάλιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
edruelig, edru, nøktern, edrue, nøkterne, sober

νηφάλιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nykter, nyktra, nyktert, sober, sobert

νηφάλιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvä, hillitty, synkkä, raitis, tumma, haalistunut, selvin päin, raittiina, raittiit

νηφάλιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sober, ædru, nøgtern, nøgterne, nøgternt

νηφάλιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
střízlivý, rozvážný, střídmý, klidný, usedlý, střízliví, střízlivá, střízlivé, střízlivě

νηφάλιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrzeźwić, zrównoważony, trzeźwy, stonować, rzeczowy, spokojny, otrzeźwić, uspokajać, trzeźwieć, trzeźwić, trzeźwo, trzeźwi, trzeźwa, na trzeźwo

νηφάλιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
józan, józanok, a józan, józanul, higgadt

νηφάλιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölçülü, ağırbaşlı, ayık, sober, ciddi

νηφάλιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсудливий, помірний, тверезий, твереза

νηφάλιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i matur, matur, të matur, esëll, kthjellët

νηφάλιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трезвен, трезв, трезво, трезви, трезва

νηφάλιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тямны, цвярозы, трезвый, цьвярозы

νηφάλιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaine, kained, kainena, sober

νηφάλιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miran, umjeren, trezven, razborit, trijezan, otrijezniti, trijezni, trijezna, trijezni budimo

νηφάλιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
edrú, ódrukknir, algáðir, ódrukkinn, verða edrú

νηφάλιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
siccus

νηφάλιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blaivus, blaivūs, protingas, nuosaikus

νηφάλιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prātīgs, skaidrā prātā, skaidrā prāta

νηφάλιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трезен, трезвени, трезвена, трезвеност, трезвено

νηφάλιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sobru, treaz, sobră, treji, sobra

νηφάλιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sober, trezen, trezni, trezna, trezno

νηφάλιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
triezvy, striedmy
Τυχαίες λέξεις