Maaltijd στα ελληνικά

Μετάφραση: maaltijd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεύμα, γεύματος, το γεύμα, σιμιγδάλια, φαγητό
Maaltijd στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maaien στα ελληνικά - κόβω, κόψιμο, δρεπάνι, θερίζω, κοπή, κόψει, κουρεύετε, ...
  • maal στα ελληνικά - χρόνος, αναπαραγωγή, φορά, πολλαπλασιασμός, περίπτωση, ώρα, καιρός, ...
  • maan στα ελληνικά - φωτερό, φεγγάρι, Σελήνη, Moon, σελήνης, φεγγαριού
  • maand στα ελληνικά - φεγγάρι, μήνας, φωτερό, μήνα, μηνός, μηνών, το μήνα
Τυχαίες λέξεις
Maaltijd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεύμα, γεύματος, το γεύμα, σιμιγδάλια, φαγητό