Γεύμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: γεύμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloem, eten, maaltijd, griesmeel, meel, een maaltijd, van een maaltijd
Γεύμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεύμα

γεύμα στη βεράντα διακόσμηση μπαλκονιού, γεύμα μετά την προπόνηση, γεύμα μερκελ, γεύμα kosher, γεύμα με την κ, γεύμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεύμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γεωργία στα ολλανδικά - landbouwkunde, akkerbouw, agronomie, agricultuur, landbouw, de landbouw, landbouwmachines, ...
  • γεωφυσική στα ολλανδικά - geofysica, de geofysica, geofysische
  • γεύομαι στα ολλανδικά - staaltje, smaken, voorkeur, proef, proefstuk, monster, specimen, ...
  • γεύση στα ολλανδικά - voorkeur, smaken, geur, aroma, smaak, de smaak, proeven, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεύμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bloem, eten, maaltijd, griesmeel, meel, een maaltijd, van een maaltijd