Maan στα ελληνικά

Μετάφραση: maan, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτερό, φεγγάρι, Σελήνη, Moon, σελήνης, φεγγαριού
Maan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maal στα ελληνικά - χρόνος, αναπαραγωγή, φορά, πολλαπλασιασμός, περίπτωση, ώρα, καιρός, ...
  • maaltijd στα ελληνικά - γεύμα, γεύματος, το γεύμα, σιμιγδάλια, φαγητό
  • maand στα ελληνικά - φεγγάρι, μήνας, φωτερό, μήνα, μηνός, μηνών, το μήνα
  • maandelijks στα ελληνικά - μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίες, μηνιαίο, μηνιαίων
Τυχαίες λέξεις
Maan στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτερό, φεγγάρι, Σελήνη, Moon, σελήνης, φεγγαριού