Machtig στα ελληνικά
Μετάφραση: machtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, ισχυρός, κραταιός, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- macht στα ελληνικά - κύρος, ρώμη, εξαναγκάζω, βία, μπορούσα, εξουσία, δύναμη, ...
- machteloos στα ελληνικά - ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
- machtigen στα ελληνικά - ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
- machtiging στα ελληνικά - εξουσία, κύρος, αυθεντία, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
Τυχαίες λέξεις
Machtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, ισχυρός, κραταιός, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: δυνατός, ισχυρός, κραταιός, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές