Δυνατός στα ολλανδικά

Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
massief, deugdelijk, krachtig, hecht, hevig, machtig, zwaar, gedegen, sterk, gespierd, geducht, fiks, mogelijk, mogelijke, mogelijk is, eventuele, kan
Δυνατός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυνατός

δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δυνατός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δυναμικός στα ολλανδικά - sterk, machtig, krachtig, gespierd, dynamisch, dynamische, dynamiek, ...
  • δυνατά στα ολλανδικά - luid, hardop, hard, luidkeels, luidruchtig
  • δυο στα ολλανδικά - twee, beide, van twee
  • δυσάρεστος στα ολλανδικά - onaardig, onaangenaam, onplezierig, honds, nurks, bars, nors, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: massief, deugdelijk, krachtig, hecht, hevig, machtig, zwaar, gedegen, sterk, gespierd, geducht, fiks, mogelijk, mogelijke, mogelijk is, eventuele, kan