Meervoudig στα ελληνικά
Μετάφραση: meervoudig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- meerderjarig στα ελληνικά - της, του, από, των
- meerderjarigheid στα ελληνικά - πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
- mees στα ελληνικά - χτύπημα, Tit, Τιτ, αιγίθαλος, βυζί
- meeslepend στα ελληνικά - ζωηρός, φαιδρός, ζωηρή, ζωηρό, ζωηρά
Τυχαίες λέξεις
Meervoudig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
Μεταφράσεις: πολλαπλός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά