Meeting στα ελληνικά

Μετάφραση: meeting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκέντρωση, αναμέτρηση, σύναξη, συναρμολόγηση, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
Meeting στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • meester στα ελληνικά - εργοδηγός, αφέντης, ηγετικός, δεξιοτέχνης, μετρ, κύριος, δάσκαλος, ...
  • meetellen στα ελληνικά - κόμης, μετρώ, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
  • meetkunde στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
  • meeuw στα ελληνικά - γλάρος, γλάρου, γλάρος που, γλάρος και, γλάρων
Τυχαίες λέξεις
Meeting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκέντρωση, αναμέτρηση, σύναξη, συναρμολόγηση, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση