Menigte στα ελληνικά

Μετάφραση: menigte, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράπουλα, σωρός, συσκευάζω, πακέτο, στοίβα, ανάχωμα, πλήθος, στοιβάζω, κατακλύζω, μάζα, στοιβάδα, μαζικός, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους
Menigte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mengsel στα ελληνικά - αναμιγνύω, ανακατώνω, ανακατεύω, μίγμα, μείγμα, μίγμα της, μίγματος, ...
  • menigmaal στα ελληνικά - συχνά, τακτικά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
  • menigvuldig στα ελληνικά - διάφορα, διάφορος, πολλαπλή, πολλαπλής, συλλέκτη, της πολλαπλής, πολλαπλές
  • mening στα ελληνικά - σκεφτόμουν, άποψη, σκέψη, γνωμάτευση, νόμιζα, πειθώ, υπόθεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Menigte στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράπουλα, σωρός, συσκευάζω, πακέτο, στοίβα, ανάχωμα, πλήθος, στοιβάζω, κατακλύζω, μάζα, στοιβάδα, μαζικός, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους