Mijn στα ελληνικά

Μετάφραση: mijn, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταλλείο, νάρκη, πλειστηριασμός, μου, My, δικό μου, Το δικό μου
Mijn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mijmeren στα ελληνικά - ονειροπόληση, ονειρεύομαι, ρεμβάζω, όνειρο, μούσα, Muse, η μούσα, ...
  • mijmering στα ελληνικά - ονειροπόληση, Reverie, Το Reverie, ρέμβη, ονειροπόλημα
  • mijnbouw στα ελληνικά - εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
  • mijnschacht στα ελληνικά - άξονας, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο
Τυχαίες λέξεις
Mijn στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταλλείο, νάρκη, πλειστηριασμός, μου, My, δικό μου, Το δικό μου