Mik στα ελληνικά

Μετάφραση: mik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρατζόλα, ψωμί, καρβέλι, φραντζόλα, φραντζόλας
Mik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mijter στα ελληνικά - μήτρα δεσπότη, μίτρα, miter, οξείας γωνίας, φαλτσογωνίας
  • mijzelf στα ελληνικά - εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος
  • mikken στα ελληνικά - σκοπεύω, αποβλέπω, βλέψη, σκοπός, στόχο, στόχος, σκοπό, ...
  • mikpunt στα ελληνικά - σκοπεύω, κουτουλώ, αντικείμενο, στόχος, πράγμα, σκοπός, αντιτείνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Mik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρατζόλα, ψωμί, καρβέλι, φραντζόλα, φραντζόλας