Ψωμί στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψωμί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mik, brood, het brood
Ψωμί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψωμί

ψωμί βρώμης, ψωμί συνταγές, ψωμί ζέας, ψωμί εσσαίων, ψωμί και αλάτι, ψωμί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψωμί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψυχρότητα στα ολλανδικά - koelheid, koudheid, koude, kou, kilte
  • ψωμάκι στα ολλανδικά - rol, bolletje, broodje, kadetje, rollen, rolletje, kadet, ...
  • ψωνίζω στα ολλανδικά - werkplaats, zaak, winkel, atelier, shop, Winkelinrichting, webwinkel, ...
  • ψύξη στα ολλανδικά - invriezen, kil, ijskoud, ijzig, koud, koeling, afkoeling, ...
Τυχαίες λέξεις
Ψωμί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mik, brood, het brood