Minoriteit στα ελληνικά

Μετάφραση: minoriteit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Minoriteit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • minnaar στα ελληνικά - εραστής, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη
  • minnares στα ελληνικά - εραστής, ερωμένη, κυρία, την ερωμένη, κυρά, ερωμένη του
  • minpunt στα ελληνικά - μειονέκτημα, μειονεκτική θέση, μειονεκτική, βάρος, μειονεκτήματα
  • minus στα ελληνικά - πλην, μείον, μείον τις, μείον τα
Τυχαίες λέξεις
Minoriteit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων