Mogendheid στα ελληνικά
Μετάφραση: mogendheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, δύναμη, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mogelijkheid στα ελληνικά - δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να
- mogen στα ελληνικά - συμπαθώ, όπως, αρέσω, σαν, ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορεί, ...
- mol στα ελληνικά - τυφλοπόντικας, μόλος, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
- molecuul στα ελληνικά - μόριο, μορίου, μόριο που, μόριο του, το μόριο
Τυχαίες λέξεις
Mogendheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, δύναμη, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: κύρος, δύναμη, εξουσία, ισχύς, ισχύος, ισχύ