Λέξη: απότομος

Σχετικές λέξεις: απότομος

απότομος αγγλικά, απότομος ελιγμός αναστάτωσε τους επιβάτες του «festos palace», απότομος βράχος, απότομος συνώνυμα, απότομος συνώνυμο, απότομος μετάφραση, απότομος πονοκέφαλος

Συνώνυμα: απότομος

κοφτός, ξερός, σύντομος, πλατύς, χονδρός, αμβλύς, σπασμωδικός, νευρικός, ανήσιχος, παχουλός, στρουμπουλός, ανηφορικός, απόκρημνος, υπερβολικός, κρημνώδης, κρημνός, απόκοπος, ασυνεχής, εσπευσμένος, τραχύς, ανώμαλος, πετρώδης, αυτοσχέδιος

Μεταφράσεις: απότομος

απότομος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blunt, brusque, sheer, steep, curt, abrupt, plump

απότομος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embotar, puro, obtuso, despeñadizo, embotado, escarpado, despuntar, brusco, remojar, acantilado, seco, Curt, cortante, brusca

απότομος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchscheinend, brüsk, aufrichtig, durchsichtig, lichtdurchlässig, pur, abschüssig, abstumpfen, blank, offenherzig, unvermischt, ehrlich, offen, schroff, lauter, abgestumpft, barsch, angebunden, kurz angebunden

απότομος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émoussé, carré, propre, aciérie, escarpé, ingénu, loyal, brutal, simple, grossier, émousser, tremper, rouir, épointer, totalement, absolu, sec, brusque, Curt, brève, bref

απότομος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
smussare, scosceso, mero, erto, spuntato, ripido, ottundere, conciso, asciutto, Curt, brusco, secco

απότομος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despontar, aço, escarpado, obtuso, íngreme, brusco, curto, breve, conciso, Curt

απότομος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
louter, eerlijk, stomp, rein, puur, bot, bruusk, zuiver, steil, doorzichtig, absoluut, oprecht, kortaf, kort, beknopt, Curt, bondig

απότομος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отвесный, преувеличенный, вымочить, сущий, истый, притупить, погружаться, невероятный, резкий, выщелачивать, размочить, тупить, погружать, затуплять, очищенный, притуплять, Curt, для Curt, Курт, Аватар для Curt

απότομος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stiv, dyppe, sløv, ren, brysk, bratt, snurt

απότομος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvär, stup, avtrubba, slö, curt, kyligt, kortfattade, barska, fåordiga

απότομος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avoin, läpikuultava, läpinäkyvä, suorapuheinen, tyly, kääntää, äkkijyrkkä, tylppä, suora, puhdas, äyräs, uppoutua, tylsä, juro, jyrkkä, syventyä, Curt, lyhytsanainen, tylyjä, töykeä

απότομος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brysk, stejl, Curt, studst, afvisende, er Curt

απότομος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bryskní, močit, otupit, hrubý, ostrý, sráz, srázný, průsvitný, pouhý, otevřený, upřímný, strmý, namáčet, prudký, máčet, drsný, odměřený, strohý, Curt, úsečný, úsečná

απότομος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stępiać, macerować, nurzać, stępić, urwisty, ostry, przepastnie, spadzisty, zwykły, gwałtowny, przytępiony, bezceremonialny, przepaścisty, dosadny, jawny, zwyczajny, lakoniczny, szorstki, Curt, niewylewny, zwięzły

απότομος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
puszta, fedélzetívelés, csellengés, meredély, fedélzetív, pénzmag, áztatófolyadék, beáztatás, meredeken, legömbölyített, kurta, Curt, kurtán, udvariatlan, a Curt

απότομος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saf, dürüst, içten, açık, kısa, curt, kaba ve kısa

απότομος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистий, брутальний, явний, крутою, прямовисний, прямовисно, грубий, поринати, безцеремонний, повністю, різкий, тупий, крутій, занурюватись, крутий, різке

απότομος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thepisur, i prerë, Curt, prerë, i shkurtër

απότομος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рязък, груб, Кърт, Curt, Курт

απότομος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
квадратны, рэзкі

απότομος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nürima, puhas, püstloodne, pööre, pläru, tömp, napisõnaline, Curt, napi, Tyly, Curti

απότομος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otupljen, otvoren, savršen, providan, pretjeran, skrenuti, glup, čist, neposredan, ogroman, nevjerojatan, pravi, grub, oštar, strmim, strm, osoran, kratak, Curt, Curt je, odsječan

απότομος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bitlaus, brattur, Curt

απότομος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arduus, abruptus

απότομος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atšipęs, bukas, šiurkštus, trumpas ir atžarus, Curt, Lapidarny, kategoriškas, Szorstki

απότομος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skarbs, strups, lakonisks, Kurts, Curt, koncentrēts

απότομος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отсечен, Курт, Curt

απότομος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brusc, scurt, Curt, tăios, categoric, concis

απότομος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
olupit, strm, Curt, odrezava, osoren

απότομος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otupený, strmý, prudký, tupý, hotový, odmeraný, rozvážny, odmerané
Τυχαίες λέξεις