Narigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: narigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
Narigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • narcoticum στα ελληνικά - ναρκωτικό, αναισθητικό, αναισθητικού, αναισθησία, αναισθητικών, αναισθητική
  • narennen στα ελληνικά - κυνηγώ
  • nasaal στα ελληνικά - ρινικός, ρινική, ρινικό, ρινικής, ρινικού
  • nastreven στα ελληνικά - κυνηγώ, παγανίζω, ασκώ, φιλοδοξώ, επιδιώκω, επιδιώκουν, επιδιώξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Narigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία