Narigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: narigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
![Narigheid στα ελληνικά Narigheid στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-6482.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- narcoticum στα ελληνικά - ναρκωτικό, αναισθητικό, αναισθητικού, αναισθησία, αναισθητικών, αναισθητική
- narennen στα ελληνικά - κυνηγώ
- nasaal στα ελληνικά - ρινικός, ρινική, ρινικό, ρινικής, ρινικού
- nastreven στα ελληνικά - κυνηγώ, παγανίζω, ασκώ, φιλοδοξώ, επιδιώκω, επιδιώκουν, επιδιώξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Narigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
Μεταφράσεις: δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία