Μιζέρια στα ολλανδικά
Μετάφραση: μιζέρια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
narigheid, nood, misère, armoede, ellende, schamelheid, armoe, miserie, de ellende, leed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μιζέρια
μιζέρια λεξικό, μιζέρια ακλονητος, μιζέρια ετυμολογία, πόρκα μιζέρια, μιζέρια wiki, μιζέρια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μιζέρια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μηχανουργός στα ολλανδικά - machinist, precisiewaterpassen, de Machinist, precisiewaterpas, Machinist van
- μιαίνω στα ολλανδικά - besmetten, verontreinigen, bezoedelen, vervuilen, vervuilt, ontheiligen
- μικραίνω στα ολλανδικά - bekorten, verminderen, minderen, verkleinen, afkorten, inkorten, afnemen, ...
- μικροποσότητα στα ολλανδικά - lik, drop, droppel, druppel, evenmatig, hoeveelheid, aliquot, ...
Τυχαίες λέξεις
Μιζέρια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: narigheid, nood, misère, armoede, ellende, schamelheid, armoe, miserie, de ellende, leed
Μεταφράσεις: narigheid, nood, misère, armoede, ellende, schamelheid, armoe, miserie, de ellende, leed