Nieuwerwets στα ελληνικά
Μετάφραση: nieuwerwets, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοντέρνος, σύγχρονος, σύγχρονες, σύγχρονη, σύγχρονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nieuw στα ελληνικά - καινοφανής, ζωντανός, νέος, μυθιστόρημα, καινούριος, δροσερός, φρέσκος, ...
- nieuweling στα ελληνικά - Noob, Εγγεγραμμένος
- nieuwigheid στα ελληνικά - νέα, ειδήσεις, καινοτομία, Νέος, καινοτομίας, φαντεζί, νεωτερισμού
- nieuws στα ελληνικά - ειδήσεις, νέα, λέξη, News, ειδήσεων, είδηση
Τυχαίες λέξεις
Nieuwerwets στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοντέρνος, σύγχρονος, σύγχρονες, σύγχρονη, σύγχρονο
Μεταφράσεις: μοντέρνος, σύγχρονος, σύγχρονες, σύγχρονη, σύγχρονο