Olie στα ελληνικά
Μετάφραση: olie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός, χονδροειδής, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις
- okay στα ελληνικά - καλός, σωστός, διορθώνω, αγαθός, καλά, εντάξει, εντάξει για, ...
- okkernoot στα ελληνικά - καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές
- olifant στα ελληνικά - ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
- olifantssnuit στα ελληνικά - μπαούλο, προβοσκίδα, σεντούκι, την προβοσκίδα, proboscis, προβοσκίδας, με προβοσκίδα
Τυχαίες λέξεις
Olie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός, χονδροειδής, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις: ωμός, χονδροειδής, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου