Onaardig στα ελληνικά
Μετάφραση: onaardig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραχύς, δυσάρεστος, πρόχειρος, σκυθρωπός, σκληρός, άγριος, ξινός, θηριώδης, άσχημος, δριμύς, κτηνώδης, κακότροπος, αφιλοφρών, άστοργος, unkind, αγενής, αγενείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- onaangetast στα ελληνικά - ακέραιος, άμεμπτης, αμέμπτου, άριστης, άψογης, αβλαβή
- onaannemelijk στα ελληνικά - απίστευτος, Υπέροχη, απίστευτη, απίστευτο, απίστευτα
- onachtzaam στα ελληνικά - εγκληματίας, εγκαταλειμμένος, απρόσεκτος, ετοιμόρροπος, αμελής, αμέλεια, εξ αμελείας, ...
- onafgebroken στα ελληνικά - διαρκής, διαρκείας, συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές
Τυχαίες λέξεις
Onaardig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραχύς, δυσάρεστος, πρόχειρος, σκυθρωπός, σκληρός, άγριος, ξινός, θηριώδης, άσχημος, δριμύς, κτηνώδης, κακότροπος, αφιλοφρών, άστοργος, unkind, αγενής, αγενείς
Μεταφράσεις: τραχύς, δυσάρεστος, πρόχειρος, σκυθρωπός, σκληρός, άγριος, ξινός, θηριώδης, άσχημος, δριμύς, κτηνώδης, κακότροπος, αφιλοφρών, άστοργος, unkind, αγενής, αγενείς