Ontvoeren στα ελληνικά

Μετάφραση: ontvoeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την
Ontvoeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ontveinzen στα ελληνικά - κρύβω, κρύβομαι, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
  • ontvluchten στα ελληνικά - δραπετεύω, ξεφεύγω, φυγή, φύγουν, φύγει, εγκαταλείψουν, φεύγουν
  • ontvoering στα ελληνικά - απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
  • ontvouwen στα ελληνικά - απονέμω, φουντώνω, μοιράζω, επέκταση, απλώνω, διαδίδω, διανέμω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ontvoeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την