Ontvouwen στα ελληνικά
Μετάφραση: ontvouwen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απονέμω, φουντώνω, μοιράζω, επέκταση, απλώνω, διαδίδω, διανέμω, ξεδιπλώνονται, ξεδιπλωθεί, ξεδιπλώνεται, απλώνονται, ξεδιπλώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ontvoeren στα ελληνικά - απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την
- ontvoering στα ελληνικά - απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
- ontvreemden στα ελληνικά - κλέβω, βουτώ, reive
- ontvreemding στα ελληνικά - κλοπή, κλοπής, την κλοπή, της κλοπής, κλοπές
Τυχαίες λέξεις
Ontvouwen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απονέμω, φουντώνω, μοιράζω, επέκταση, απλώνω, διαδίδω, διανέμω, ξεδιπλώνονται, ξεδιπλωθεί, ξεδιπλώνεται, απλώνονται, ξεδιπλώσει
Μεταφράσεις: απονέμω, φουντώνω, μοιράζω, επέκταση, απλώνω, διαδίδω, διανέμω, ξεδιπλώνονται, ξεδιπλωθεί, ξεδιπλώνεται, απλώνονται, ξεδιπλώσει