Onvatbaarheid στα ελληνικά
Μετάφραση: onvatbaarheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντοχή, ανοσία, ασυδοσία, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- onuitstaanbaar στα ελληνικά - αδύνατον, ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
- onvatbaar στα ελληνικά - απρόσβλητος, άτρωτος, ανοσοποιητικό, το ανοσοποιητικό, ανοσοποιητικού, του ανοσοποιητικού, ανοσολογική
- onverenigbaar στα ελληνικά - ασυμβίβαστος, ασυμβίβαστη, ασυμβίβαστες, ασυμβίβαστο, ασύμβατη
- onvergankelijkheid στα ελληνικά - αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
Τυχαίες λέξεις
Onvatbaarheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντοχή, ανοσία, ασυδοσία, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις: αντοχή, ανοσία, ασυδοσία, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία