Ανοσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling
Ανοσία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοσία

ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανοξείδωτος στα ολλανδικά - roestvrij, roestvast, van roestvrij, RVS, roestvrije
  • ανοράκ στα ολλανδικά - anoraks, blousons, jassen, anorakken, jacks
  • ανοχή στα ολλανδικά - tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van
  • ανούσιος στα ολλανδικά - flauw, onverkwikkelijk, onsmakelijk, onsmakelijke, unsavory, onfrisse
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling