Onwennig στα ελληνικά

Μετάφραση: onwennig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένος, εξωγήινος, αλλοδαπός, παράξενος, περίεργος, εξωτικός, εξωτερικός, παράξενη, παράξενο, περίεργο, παράξενα
Onwennig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onwaarheid στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, αναλήθεια, ψέμα, ψεύδος, αναλήθειας, το ψέμα
  • onwel στα ελληνικά - αδιάθετος, αδιαθεσία, καλά, αδιαθεσίας, άσχημα
  • onwettig στα ελληνικά - παράνομος, φυγάς, παράνομη, παράνομης, παράνομων, παράνομες
  • onzacht στα ελληνικά - δύσκολος, σκληρός, Ανήμερος
Τυχαίες λέξεις
Onwennig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένος, εξωγήινος, αλλοδαπός, παράξενος, περίεργος, εξωτικός, εξωτερικός, παράξενη, παράξενο, περίεργο, παράξενα