Oplettendheid στα ελληνικά

Μετάφραση: oplettendheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσοχή, θεωρώ, φροντίδα, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
Oplettendheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opleiding στα ελληνικά - προπονούμενος, εκπαίδευση, μόρφωση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, ...
  • oplettend στα ελληνικά - προσεκτικός, γνωστικός, παρατηρητικός, παρατηρητικοί, προσεκτικό, παρατηρητικό
  • opleveren στα ελληνικά - υποφέρω, γεννώ, εξαναγκάζω, προσκομίζω, κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω, ...
  • oplichten στα ελληνικά - ανάβει, ανάβουν, ανάψει, να ανάβει, ανάψουν
Τυχαίες λέξεις
Oplettendheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσοχή, θεωρώ, φροντίδα, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη