Opvolging στα ελληνικά
Μετάφραση: opvolging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαδοχή, αλληλουχία, σειρά, διαδοχικά, διαδοχής, κληρονομική διαδοχή
Μεταφράσεις
- opvolgen στα ελληνικά - τηρώ, παρατηρώ, παρακολούθηση, παρακολούθησης, συνέχεια, την παρακολούθηση, παρακολουθεί
- opvolger στα ελληνικά - αντικατάσταση, αντικαταστάτης, κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, ...
- opvolgster στα ελληνικά - κληρονόμος, αντικατάσταση, αντικαταστάτης, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, ...
- opvorderen στα ελληνικά - επίταξη, επιτάσσω, commandeer, επιτάξει, επιτάξουν, ελέγξει την
Τυχαίες λέξεις
Opvolging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαδοχή, αλληλουχία, σειρά, διαδοχικά, διαδοχής, κληρονομική διαδοχή
Μεταφράσεις: διαδοχή, αλληλουχία, σειρά, διαδοχικά, διαδοχής, κληρονομική διαδοχή