Partij στα ελληνικά
Μετάφραση: partij, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβαλλόμενος, μερίδιο, παιχνίδι, φατρία, χωρίζω, παρέα, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- particulier στα ελληνικά - ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
- partieel στα ελληνικά - μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
- partijdig στα ελληνικά - προκατειλημμένος, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
- partner στα ελληνικά - ταίρι, συνέταιρος, τύπος, άντρας, συνάδελφος, συσχετίζω, εξοικειωμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Partij στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβαλλόμενος, μερίδιο, παιχνίδι, φατρία, χωρίζω, παρέα, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Μεταφράσεις: συμβαλλόμενος, μερίδιο, παιχνίδι, φατρία, χωρίζω, παρέα, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου