Pikken στα ελληνικά

Μετάφραση: pikken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμπώ, κασμάς, κεντρί, κεντρίζω, μαζεύω, μαχαιρώνω, συλλέγω, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
Pikken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pik στα ελληνικά - κεντώ, πετεινός, κόκορας, τρυπώ, τσιτώνω, κέντημα, κρουνός, ...
  • pikant στα ελληνικά - πικάντικος, τσουχτερός, ευχάριστος, πικάντικη, πικάντικο
  • pil στα ελληνικά - χάπι, χαπιού, χαπιών, το χάπι, χάπια
  • pilaar στα ελληνικά - στυλοβάτης, κολόνα, πύργος, στύλος, στήλη, πυλώνα, πυλώνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Pikken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμπώ, κασμάς, κεντρί, κεντρίζω, μαζεύω, μαχαιρώνω, συλλέγω, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα