Μαχαιρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαχαιρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
priemen, pikken, prikken, steken, dolk, Dirk, zeemansdolk, van Dirk, ponjaard
Μαχαιρώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαχαιρώνω

μαχαιρώνω ονειροκρίτης, μαχαιρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαχαιρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαχαίρι στα ολλανδικά - dolk, mes, knife, mes van, messen, het mes
  • μαχαιροπήρουνα στα ολλανδικά - bestek, messenmakerswerk, eetgerei
  • μαχαλάς στα ολλανδικά - buurt, territorium, grondgebied, wijk, ban, district, nabijheid, ...
  • μαχητικός στα ολλανδικά - strijdlustig, strijdlustige, strijdbare, strijdbaar, strijdvaardig
Τυχαίες λέξεις
Μαχαιρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: priemen, pikken, prikken, steken, dolk, Dirk, zeemansdolk, van Dirk, ponjaard