Prikkel στα ελληνικά
Μετάφραση: prikkel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκάθι, κίνητρο, διέγερση, ερέθισμα, κινήτρων, ερεθίσματος, τόνωσης
Μεταφράσεις
- prijzen στα ελληνικά - επαινώ, έπαινος, εκθειάζω, τιμή, τιμών, τιμής, των τιμών, ...
- prijzig στα ελληνικά - ακριβός, δαπανηρός, αγαπητός, αγαπημένος, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή
- prikkelen στα ελληνικά - σπιρούνι, διεγείρω, προκαλώ, παρακινώ, σπιρουνίζω, οξύνω, επιδεινώνω, ...
- prikkelend στα ελληνικά - πικάντικος, ερεθιστικός, ερεθιστικό, ερεθιστική, ερεθιστικές, ερεθιστικά
Τυχαίες λέξεις
Prikkel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκάθι, κίνητρο, διέγερση, ερέθισμα, κινήτρων, ερεθίσματος, τόνωσης
Μεταφράσεις: αγκάθι, κίνητρο, διέγερση, ερέθισμα, κινήτρων, ερεθίσματος, τόνωσης